σταφυλή

σταφυλή
η , σταφύλι τό
1) виноград; виноградная кисть, гроздь; 2) см. σταφυλίτης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σταφυλή" в других словарях:

  • σταφυλῇ — σταφυλή bunch of grapes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλή — bunch of grapes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύλῃ — σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος …   Dictionary of Greek

  • σταφύλη — ἡ, Α το μετάλλινο βαρίδι τής στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλή — η 1. σταφύλι. 2. μικρή προεξοχή στο φάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταφυλῶν — σταφύλη fem gen pl σταφυλή bunch of grapes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύληι — σταφύλῃ , σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλαῖς — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλαῖσι — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»